Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Μέτρα - "φωτιά" για είσπραξη προστίμων


Μέτρα -

Κατασχέσεις ακινήτων, τραπεζικών λογαριασμών και άλλων περιουσιακών στοιχείων επιστρατεύει το ΥΠΟΙΚ για την είσπραξη των φόρων. Νέα ηπιότερα πρόστιμα. Προβλέπει επιστροφή φόρου σε 90 ημέρες. ΟΛΟ το σχέδιο νόμου.
Ριζικές αλλαγές στη διαδικασία προσδιορισμού, βεβαίωσης και είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου φέρνει από την 1η Ιανουαρίου 2014 ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, που κατέθεσε σήμερα στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών.
Ο νέος Κώδικας...
καθιερώνει νέα ηπιότερα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις, παράλληλα όμως αυστηροποιεί το πλαίσιο αναγκαστικής είσπραξης των προστίμων με μέτρα όπως κατασχέσεις ακινήτων, τραπεζικών λογαριασμών κι άλλων περιουσιακών στοιχείων, καθιερώνει νέες τεχνικές ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης με βάση περιουσιακά στοιχεία και δαπάνες του φορολογούμενου, δίνει τη δυνατότητα στις φορολογικές αρχές να αντλούν στοιχεία για εκείνον από τρίτους ακόμα και στις περιπτώσεις επαγγελματικού απορρήτου, προβλέπει επιστροφή φόρου σε 90 ημέρες αλλά και καταβολή του οφειλόμενου φόρου στην περίπτωση διορθωτικού προσδιορισμού εντός 30 ημερών.
Στόχος του νέου Κώδικα είναι η θέσπιση ενός ανεξάρτητου συστήματος κανόνων που θα διέπει διάφορα στάδια της φορολογικής διαδικασίας αφενός ως προς τις φορολογικές υποχρεώσεις των φορολογουμένων και αφετέρου ως προς τη διαδικασία της είσπραξης των προερχόμενων από φόρους και τέλη δημοσίων εσόδων.
Ο Κώδικας ενσωματώνει και απλοποιεί διάσπαρτες διατάξεις της πρωτογενούς και της δευτερογενούς νομοθεσίας που αφορούν τις φορολογικές διαδικασίες, τη σχέση μεταξύ φορολογούμενου και φορολογικής διοίκησης και τις διαδικασίες είσπραξης των φόρων.
Εισάγει νέους και σύγχρονους τρόπους προσδιορισμού του φόρου, επαναξιολογεί τα προνόμια του Δημοσίου και επιδιώκει να επαναθεμελιώσει τις σχέσεις μεταξύ της φορολογικής διοίκησης και του φορολογούμενου σε υγιέστερη και δικαιότερη βάση.
Περιλαμβάνει διατάξεις για την καθολική απόδοση ΑΦΜ, τη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής, τις περιπτώσεις άρσης και διατήρησης του απορρήτου για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του ελεγκτικού μηχανισμού της φορολογικής διοίκησης, περιγράφει τις έμμεσες μεθόδους ελέγχου και αναφέρεται σε γενικές και ειδικότερες διατάξεις κατά της φοροδιαφυγής.
Επίσης, ορίζει τη διαδικασία είσπραξης των φόρων και τη δυνατότητα του πολίτη να εντάσσεται σε προγράμματα ρύθμισης υπό προϋποθέσεις, εγκαθιστά μέτρα διασφάλισης υπέρ του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων καθώς και για τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και προβλέπει τόκους και πρόστιμα σε περίπτωση παραβάσεων και εκπρόθεσμης καταβολής φόρων ή και δηλώσεων.
Οι σημαντικότερες διατάξεις του Κώδικα προβλέπουν τα εξής:

-Η επιλογή των προς έλεγχο υποθέσεων θα γίνεται με κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, προκειμένου η φορολογική διοίκηση να μπορεί να αντιμετωπίζει αμέσως τις σοβαρότερες φορολογικές υποθέσεις.
Συγκεκριμένα, ορίζονται όλες οι τεχνικές ελέγχου που μπορούν να εφαρμοσθούν για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, δηλαδή η αρχή των αναλογιών, η ανάλυση ρευστότητας του φορολογούμενου, η καθαρή θέση του φορολογούμενου, η σχέση τιμής πώλησης προς συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου.
-Σε περίπτωση όπου υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, θέτοντας σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, ιδίως μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο, η φορολογική διοίκηση μπορεί να εκδώσει πράξη προληπτικού προσδιορισμού φόρου μετά την έναρξη της φορολογικής περιόδου, αλλά πριν από την εκπνοή της ημερομηνίας υποβολής της αντίστοιχης φορολογικής δήλωσης, ώστε να διασφαλίσει την άμεση είσπραξή του.
-Προκειμένου να επιτευχθούν στόχοι εξορθολογισμού των διαδικασιών, παρέχεται στο φορολογούμενο η δυνατότητα, σε περίπτωση προσαύξησης της περιουσίας, να αποδείξει την πραγματική πηγή, ή ότι αυτή έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία, ή ότι αυτή απαλλάσσεται από τον φόρο.
-Σε περίπτωση διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης του προσδιορισμού φόρου στον φορολογούμενο και σε περίπτωση εκτιμώμενου προσδιορισμού ή προληπτικού προσδιορισμού του φόρου, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εντός τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση της αντίστοιχης πράξης προσδιορισμού του.
Σε περίπτωση έκδοσης οριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες μηνιαίες δόσεις.
-Στην περίπτωση όπου ο φορολογούμενος δικαιούται επιστροφή φόρου, η φορολογική διοίκηση, αφού συμψηφίσει τους οφειλόμενους από αυτόν φόρους με το ποσό προς επιστροφή, προβαίνει στην επιστροφή της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς εντός 90 ημερών από την υποβολή εγγράφου αιτήματος του φορολογούμενου.
-Δίνεται η δυνατότητα στη φορολογική διοίκηση μόνο σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις, και όταν επίκειται κίνδυνος για την είσπραξη του αναλογούντος στον φορολογούμενο φόρο, να λαμβάνει μέτρα και να προβαίνει με βάση τον εκτελεστό τίτλο και χωρίς δικαστική απόφαση στην επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης κινητών, ακινήτων, εμπράγματων δικαιωμάτων σε αυτά, απαιτήσεων και γενικά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του Δημοσίου, είτε βρίσκονται στα χέρια του είτε στα χέρια τρίτου.
-Σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που αναφέρονται στην ατομική ειδοποίηση εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης καταβολής οφειλής, το αρμόδιο όργανο της φορολογικής διοίκησης μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Κώδικα μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών.
- Ο Γενικός Γραμματέας δικαιούται να ζητά πληροφορίες ή έγγραφα από λοιπά τρίτα πρόσωπα, ιδίως από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, τα επιμελητήρια, τους συμβολαιογράφους, τους υποθηκοφύλακες, τους προϊσταμένους των κτηματολογικών γραφείων, τους οικονομικούς ή κοινωνικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή οργανώσεις, για τον καθορισμό της φορολογικής υποχρέωσης, που προκύπτει με βάση τις διασταυρώσεις των στοιχείων και την είσπραξη της φορολογικής οφειλής.
Για την εφαρμογή των προαναφερθέντων η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αποστέλλει ερώτημα, έγγραφο ή ηλεκτρονικό, το οποίο πρέπει να απαντάται από το τρίτο πρόσωπο εντός δέκα (10) ημερών από την παραλαβή του.
Σε ιδιαίτερα σύνθετες υποθέσεις, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί για είκοσι (20) επιπλέον ημέρες. Επίσης προβλέπεται ότι δεν είναι δυνατή η λήψη πληροφοριών σχετικά με φορολογούμενο -εκτός από αυτές που αφορούν τις οικονομικές συναλλαγές του μεταξύ του ίδιου και του εν λόγω τρίτου προσώπου- από άτομο το οποίο δεσμεύεται νομικά από επαγγελματικό απόρρητο, εκτός εάν δοθεί έγγραφη εισαγγελική άδεια, για τη χορήγηση της οποίας η Φορολογική Διοίκηση παρέχει στον Εισαγγελέα συγκεκριμένα στοιχεία.
Σε περίπτωση όπου ο Εισαγγελέας χορηγήσει άδεια για την απόκτηση πληροφοριών από το πρόσωπο που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο, το πρόσωπο αυτό αποδεσμεύεται και δεν ευθύνεται ποινικά ή αστικά για παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.
Από 100 έως και 2.500 ευρώ κυμαίνονται τα πρόστιμα που επιβάλλονται για φορολογικές παραβάσεις στον φορολογούμενο ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία.
Πρόστιμα επιβάλλονται όταν ο υπόχρεος:
α) δεν υποβάλει ή υποβάλει εκπρόθεσμα δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου,
β) δεν υποβάλει ή υποβάλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση,
γ) δεν υποβάλει ή υποβάλει εκπρόθεσμα δήλωση παρακράτησης φόρου,
δ) δεν ανταποκριθεί σε αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων,
ε) δεν συνεργαστεί στη διάρκεια φορολογικού ελέγχου,
στ) δεν γνωστοποιήσει στη Φορολογική Διοίκηση τον διορισμό του φορολογικού εκπροσώπου του,
ζ) δεν προβεί σε εγγραφή στο φορολογικό μητρώο,
η) δεν συμμορφώνεται με κάθε υποχρέωση σχετική με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων όπως ορίζονται στο Άρθρο 13 του Κώδικα.
Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις καθορίζονται ως εξής:
α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής.
β) ποσό ίσο με τον φόρο εισοδήματος, σε περίπτωση μη υποβολής
γ) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν είναι υπόχρεος τήρησης λογιστικών βιβλίων,
δ) χίλια (1.000) ευρώ για κάθε άλλη παράβαση, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα
ε) δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ για κάθε άλλη παράβαση, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα.
Σε περίπτωση υποτροπής της ίδιας παράβασης εντός πέντε (5) ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο διπλάσιο του αρχικού. Σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής εντός πέντε (5) ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο τετραπλάσιο του αρχικού.

Πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής

Αν οποιοδήποτε ποσό φόρου δεν καταβληθεί το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του φόρου που δεν καταβλήθηκε εμπρόθεσμα. Αν το ποσό του φόρου καταβληθεί μετά την πάροδο ενός έτους από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, το παραπάνω πρόστιμο ανέρχεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) του φόρου. Αν το ποσό του φόρου καταβληθεί μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, το παραπάνω πρόστιμο ανέρχεται σε τριάντα τοις εκατό (30%) του φόρου.

Πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης
1. Αν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς ως εξής:
α) δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό από πέντε (5%) έως είκοσι (20%) τοις εκατό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
β) τριάντα τοις εκατό (30%) του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το είκοσι τοις εκατό (20%) του φόρου που προκύπτει βάσει της φορολογικής δήλωσης,
γ) εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση και αποδεικνύεται ότι η ανακρίβεια οφείλεται σε πρόθεση του φορολογουμένου.
2. Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης από την οποία θα προέκυπτε υποχρέωση καταβολής φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το ποσό του φόρου που αναλογεί στη μη υποβληθείσα δήλωση.



 http://www.euro2day.gr/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...